αυτεμβόλιο(ν)

αυτεμβόλιο(ν)
το мед. автовакцина

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αυτεμβόλιο(ν)" в других словарях:

  • αυτεμβόλιο — Εμβόλιο το οποίο παρασκευάζεται με την καλλιέργεια του μικροβίου που προκάλεσε τη νόσο. Το μικρόβιο αυτό το παίρνουμε από τον ίδιο τον άρρωστο. Το εμβόλιο του είδους αυτού, όπως άλλωστε και τα άλλα, είναι εναιώρημα σε φυσιολογικό ορό νεκρών… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»